λαθούρι

λαθούρι
Κοινή ονομασία του δικοτυλήδονου ποώδους φυτού λάθυρος ο εδώδιμος (Lathyrus sativus) της οικογένειας των ψυχανθών. Φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα. Είναι ετήσιο και έχει πτερυγωτούς βλαστούς ύψους 30 έως 50 εκ. με λογχοειδή, μυτερά και κατά ζεύγη φυλλάρια, καθώς και μοναχικά, λευκά, ρόδινα ή κυανά άνθη. Ο καρπός είναι χέδροπας πεπιεσμένος και λείος, με λεία, κιτρινόλευκα και γωνιώδη σπέρματα. Το λ. καλλιεργείται σε πολλά μέρη της Ελλάδας και σε άλλες χώρες (Ιταλία, Τουρκία, Ισπανία, Ινδία) ως κτηνοτροφικό φυτό. Τα σπέρματά του, που χρησιμοποιούνται επίσης ως τροφή των ζώων, είναι δύσπεπτα και σε μεγάλες ποσότητες επικίνδυνα, γιατί περιέχουν τη δηλητηριώδη λαθυρίνη. Αποφλοιωμένα και θρυμματισμένα αποτελούν τη γνωστή φάβα, τροφή εύπεπτη και ακίνδυνη, γιατί με τον βρασμό η λαθυρίνη καταστρέφεται. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει περίπου 30 είδη του γένους, όπως λ. η αφάκα (αγριολαθούρι), λ. ο ωχρός, λ. ο μελανός, λ. ο τετράχειλος, λ. ο μικρανθής, λ. ο ετήσιος (αγριοκουκιά), λ. ο ερέβινθος (αφάκα), πολύτιμο κτηνοτροφικό φυτό, λ. ο άγριος, λ. ο μελανθής, λ. ο γωνιώδης κ.ά. Στο ίδιο γένος υπάγεται και το καλλωπιστικό ξενικό είδος λ. ο εύοσμος, το γνωστό μοσχομπίζελο.
* * *
και λαθύρι, το
(Μ λαθούριν και λαθύριον)
1. κοινή, σήμερα, ονομασία τού γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λάθυρος
2. ο καρπός τών φυτών τού είδους αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαθούρι(ν) < λαθύριον (υποκορ. τού λάθυρος) με κώφωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαθούρι — το ιού, ποώδες φυτό από το οποίο γίνεται η φάβα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάβα — Τα αποφλοιωμένα και συνήθως αλευροποιημένα σπέρματα του όσπριου λάθυρος ο εδώδιμος και το φαγητό που παρασκεαύζεται από αυτά. Bλ. λ. λαθούρι. * * * (I) η, ΝΜΑ το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό λάθυρος ο ήμερος, καθώς και ο καρπός του νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • -ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… …   Dictionary of Greek

  • αρακάς — ο [άρακος] βοτ. 1. το φυτό πίσον το ήμερον και ο καρπός του, μπιζέλι, αράκι 2. το φυτό λάθυρος ο ήμερος, λαθούρι, φάβα …   Dictionary of Greek

  • αφάκα — η (Α ἀφάκη) το φυτό λάθυρος ο ερέβινθος, το λαθούρι νεοελλ. το φυτό φλόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. αφάκα < αρχ. αφάκη, λ. αβέβαιης ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό (με μειωτική χροιά) ή προθεματικό + φακός «φακή», πράγμα που παρατήρησαν ήδη ο Διοσκουρίδης… …   Dictionary of Greek

  • βέλεκκοι — βέλεκκοι, οι (Α) όσπρια όμοια με λαθούρι, σε μέγεθος ρεβιθιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • λαθουρός — ή, ό [λαθούρι] αυτός που φέρει λευκά και φαιά στίγματα, λαθουράτος …   Dictionary of Greek

  • λαθυρισμός — ο ιατρ. δηλητηρίαση που προκαλείται από τη βρώση τών καρπών τού φυτού λαθούρι, ένα είδος τού οποίου είναι η φάβα, και η οποία εκδηλώνεται με σπαστική παραπληγία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lathyrisme < νεολατ. lathyrus (< λάθυρος)… …   Dictionary of Greek

  • λαθύρι — το (Μ λαθύριον) βλ. λαθούρι …   Dictionary of Greek

  • ώχρος — ο / ὦχρος, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. βοτ. ποικιλία τού φυτού λαθούρι («παραπλήσιοι μὲν εἰσι τὴν οὐσίαν οἱ λάθυροι τοῑς ὤχροις τε καὶ φασήλοις», Γαλ.) μσν. αρχ. ωχρίαση (α. «χρωτὶ δ ἐρευθιόωντι καὶ ἄχροος ἔμπεσεν ὦχρος», Τζέτζ. β. «ὦχρός τέ μιν εἷλε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”